εύφλεκτος — η, ο αυτός που ανάβει, που παίρνει φωτιά εύκολα: Εύφλεκτα υλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὔφλεκτον — εὔφλεκτος easily set on fire masc/fem acc sg εὔφλεκτος easily set on fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφλέκτου — εὔφλεκτος easily set on fire masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔφλεκτα — εὔφλεκτος easily set on fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεύφλεκτος — η, ο αυτός που δεν καίγεται εύκολα, μη εύφλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εύφλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Α. Κωνσταντίνη] … Dictionary of Greek
αρπακτικός — και χτικός, ή, ό (AM ἁρπακτικός, ή, όν) αυτός που έχει την τάση για αρπαγή, που παίρνει γρήγορα και ορμητικά κάτι ξένο αρχ. «ἁρπακτικὸς πυρός» αυτός που αρπάζει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος … Dictionary of Greek
αφλόγιστος — η, ο (Α ἀφλόγιστος, ον) νεοελλ. (για το δέρμα) αυτός που δεν έχει φλόγωση αρχ. ο μη εύφλεκτος … Dictionary of Greek
εκκαυστικός — ἐκκαυστικός, ή, όν (Α) αυτός που αναδίδει φλόγα, ο εύφλεκτος … Dictionary of Greek
ευέξαπτος — η, ο (ΑΜ εὐέξαπτος, ον) νεοελλ. αυτός που εξάπτεται εύκολα, ο ευερέθιστος, ο οξύθυμος μσν. αρχ. αυτός που παίρνει εύκολα φωτιά, ο εύφλεκτος («πᾱν τὸ ὑλικόν... εὐέξαπτον εἶναι», Μ. Αυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ απτος (< εξ άπτω), πρβλ. δυσ έξ… … Dictionary of Greek
ευθυφλόγιστος — εὐθυφλόγιστος, ον (Μ) εύφλεκτος … Dictionary of Greek